παραπονετικός

παραπονετικός
-ή, -ό [παραπονούμαι]
αυτός που εκφράζει παράπονο, αυτός που λέγεται ή γίνεται με παράπονο.
επίρρ...
παραπονετικά
με παράπονο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραπονετικός — ή, ό παραπονιάρικος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαύσιμος — κλαύσιμος, ίμη, ον (AM) [κλαύσις] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κλαύσιμο(ν) και κλάψιμο(ν) α) κλάμα, κλάψιμο, θρήνος β) παράπονο γ) πένθος αρχ. 1. άξιος θρήνου, κλαμάτων 2. θρηνώδης, παραπονετικός …   Dictionary of Greek

  • παραπονιάρικος — η, ο [παραπονιάρης] 1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός 2. ως ουσ. παραπονιάρης. επίρρ... παραπονιάρικα με παράπονο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”